ορθοπατώ

ορθοπατώ
1. στέκομαι όρθιος, βρίσκομαι σε όρθια στάση
2. μτφ. εξελίσσομαι καλά, ευδοκιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Σ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”